σκευοφόρος

σκευοφόρος
σκευόφορ-ος (parox.), ον,
A carrying σκεύη, σ. κάμηλοι baggage-camels, Hdt.1.80;

ὑποζύγια X. HG4.1.24

;

ὄνος Poll.1.139

; τὰ ς. (sc. κτήνη) pack-animals, Th.2.79, X.Cyr.5.4.45, An.1.3.7, al.: collectively in sg., πᾶν τὸ ς. Plb.3.79.2, cf. 3.51.6, 12.19.5.
II Subst., of persons, baggage-carrier, porter, Ar.Ra.497, IG42(1).121.79 (Epid., iv B.C.), PAmh.2.62.13 (ii B.C.); οἱ ς. sutlers, camp-followers, esp. the servants of the ὁπλίτης, who carried his baggage and shield,

οἱ σ. τε καὶ τὰ ὑποζύγια Hdt.7.40

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκευοφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει αποσκευές: Στην αρχαία εποχή τα στρατεύματα συνοδεύονταν στην εκστρατεία από σκευοφόρα ζώα. η όχημα για τη μεταφορά αποσκευών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκευοφόροις — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat pl σκευοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρον — σκευοφόρος masc/fem acc sg σκευοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρου — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen sg σκευοφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρους — σκευόφορος carrying masc/fem acc pl σκευοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρων — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen pl σκευοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόρα — σκευοφόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφόροι — σκευοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”