σκευοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… … Dictionary of Greek
σκευοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει αποσκευές: Στην αρχαία εποχή τα στρατεύματα συνοδεύονταν στην εκστρατεία από σκευοφόρα ζώα. η όχημα για τη μεταφορά αποσκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκευοφόροις — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat pl σκευοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρον — σκευοφόρος masc/fem acc sg σκευοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρου — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen sg σκευοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρους — σκευόφορος carrying masc/fem acc pl σκευοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρων — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen pl σκευοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόρα — σκευοφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφόροι — σκευοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)